-
1 ἐφευρίσκω
ἐφευρ-ίσκω, [dialect] Ion. [pref] ἐπ-, [tense] fut. ἐφευρήσω: [tense] aor. 2 ἐφηῦρον or ἐφεῦ-; [dialect] Aeol.Aἐπεύρ[οι] Sapph.Supp.4.9
: [tense] pf. (lyr.), Euphro 1.17, etc.:— find or discover, find anywhere,εἴ που ἐφεύροι ἠῑόνας λιμένας τε Od.5.439
, cf. 417, Pl.Phdr. 266a: usu. c. part.,ὃν δ' αὐ.. βοόωντα ἐφεύροι Il.2.198
;δαινυμένους δ' εὐ πάντας ἐφεύρομεν Od.10.452
; τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν we discovered her undoing it, 24.145, cf. S.El. 1093 (lyr.), Pl.Plt. 307c; Κύπρι.. σε πικροτάταν ἐπεύροι prob. in Sapph. l.c.:—[voice] Pass.,μὴ ἐπευρεθῇ πρήσσων Hdt.9.109
;κλέπτων ὅταν τις.. ἐφευρεθῇ S.Fr. 930
; δρῶν ἐφευρίσκῃ ([ per.] 2sg.) Id.OC 928; ἐφηύρημαι κακός (sc. ὤν) Id.OT 1421, cf. Ant. 281;δειλὸς ὤν ἐφηυρέθης E.Supp. 319
.II find out, invent, of arts, [ τέχναν] Pi.P.12.7 ([voice] Med. μῆτιν -ευρομένοις ib.4.262);σοφῶς ἐφεῦρες ὥστε μὴ θανεῖν E.Alc. 699
.2 find out, discover,ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς S.Fr.432.8
; χρόνου διατριβάς ib. 479, cf. Cratin. 140; ;ὁσίαν ἐπίνοιαν SIG799.5
(Cyzicus, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφευρίσκω
См. также в других словарях:
εφευρίσκω — (ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω) επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ ἄστρων μέτρα», Σοφ. β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής») αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι… … Dictionary of Greek